σουσαμιά

σουσαμιά
και σησαμιά, η, Ν
το φυτό σήσαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. -ιά (πρβλ. λεμον-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σουσαμιά — η είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σησαμιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.), στην επαρχία Βισαλτίας, του νομού Σερρών. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). * * * η, Ν βλ. σουσαμιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”